- κατσικοπόδης
- -α, -ικοκατσικοπόδαρος*.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κατσικοπόδης, -α, -ικο — 1. που έχει πόδια κατσίκας, που έχει πολύ αδύνατες γάμπες (ιδίως για γυναίκες). 2. κατσικοπόδαρος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)